- ὁμολογῇ
- ὁμολογέωto bepres subj mp 2nd sgὁμολογέωto bepres ind mp 2nd sgὁμολογέωto bepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμολογῆι — ὁμολογῇ , ὁμολογέω to be pres subj mp 2nd sg ὁμολογῇ , ὁμολογέω to be pres ind mp 2nd sg ὁμολογῇ , ὁμολογέω to be pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… … Dictionary of Greek
κετένες — οι χημ. ομόλογη σειρά ακόρεστων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ketene < ket τού ketone «κετόνη» βλ. λ. + κατάλ. ene, που στη χημική ορολογία δηλώνει τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες] … Dictionary of Greek
κυκλοδωδεκάνιο — το χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην ομόλογη σειρά τών κυκλοαλκανίων … Dictionary of Greek
κυκλοεξάνιο — το χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, υδρογονάνθρακας που ανήκει στην ομόλογη σειρά τών κυκλοαλκανίων και είναι γνωστός και ως εξαμεθυλένιο … Dictionary of Greek
κυκλοοκτάνιο — το χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, υδρογονάνθρακας που ανήκει στην ομόλογη σειρά τών κυκλοαλκανίων, γνωστός και ως οκταμεθυλένιο … Dictionary of Greek
προπυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστος, αιθυλενικός υδρογονάνθρακας που ανήκει στην ομόλογη σειρά τών αλκενίων ή ολεφινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propylene < propyl (< prop < propionic acid, βλ. λ. προπιονικός + yl) +… … Dictionary of Greek
αδωνίτης — Οργανική ένωση που έχει εμπειρικό τύπο C5H12O5 (συντακτικός τύπος CH2OH CHOH CHOH CHOH CH2OH) και ανήκει στην ομόλογη σειρά των πεντιτών, δηλαδή των πεντασθενών αλκοολών. Ο α. λαμβάνεται από το φυτό άδωνις βερνάλις, είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα … Dictionary of Greek
ακεταμίδιο — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομόλογη σειρά των αμιδίων και έχει τύπο CH3CONH2. Λέγεται και αιθαναμίδιο και θεωρείται το αμίδιο του οξικού οξέος. Είναι σώμα κρυσταλλικό, λευκού χρώματος, με δυσάρεστη οσμή, σημείο τήξης 82°C και σημείο ζέσης… … Dictionary of Greek
Καβάφης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια 1863 – Αλεξάνδρεια 1933). Ποιητής. Ο πατέρας του, Πέτρος Ιωάννης, ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια, όπου τότε είχε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η μητέρα του, Χαρίκλεια (το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη), ανήκε σε παλιά… … Dictionary of Greek